- εὔγματα
- εὔ̱γματα , εὖγμαneut nom/voc/acc plεὐγμαboastneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύγμα — εὖγμα, τὸ (Α) 1. καύχημα («κενὰ εὔγματα εἰπών», Ομ. Οδ.) 2. πληθ. τὰ εὔγματα οι ευχές, οι προσευχές («μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ (εύχομαι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
εὔγματ' — εὔ̱γματα , εὖγμα neut nom/voc/acc pl εὔ̱γματι , εὖγμα neut dat sg εὔ̱γματε , εὖγμα neut nom/voc/acc dual εὔγματα , εὐγμα boast neut nom/voc/acc pl εὔγματι , εὐγμα boast neut dat sg εὔγματε , εὐγμα boast neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)